Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ἡμέρᾳ μίᾳ

  • 1 день

    день м η (η)μέρα нерабочий \день η μέρα αργίας будний \день η καθημερινή; рабочий η εργάσιμη μέρα - рождения η γιορτή, τα γενέθλια; каждый \день κάθε μέρα; через \день μέρα παρά μέρα; на другой \день την άλλη μέρα, την επομένη; с сегодняшнего дня από σήμερα; с завтрашнего дня από αύριο; в два часа дня στις δύο το μεσημέρι; в первой половине дня το πρωί; во второй половине дня το απόγευμα; Всемирный \день молодёжи η Διεθνής Ημέρα της Νεολαίας; Международный женский \день η Διεθνής Ημέρα της Γυναίκας; День Победы η Ημέρα της Αντιφασιστικής Νίκης ◇ изо дня в \день από τη μια μέρα στην άλλη со дня на \день από μέρα σε μέρα; на днях αυτές τις μέρες, σε λίγες μέρες (σ будущем)' τις προάλλες, προ ημερών (ο прошлом)' добрый \день! καλημέρα!· καλησπέρα! (во второй половине дня) деньги мн. τα χρήματα, τα λεφτά мелкие \день τα ψηλά· бумажные \день τα χαρτονομίσματα наличные
    * * *
    м
    η (η)μέρα

    нерабо́чий день — η μέρα αργίας

    бу́дний день — η καθημερινή

    рабо́чий день — η εργάσιμη μέρα

    день рожде́ния — η γιορτή, τα γενέθλια

    ка́ждый день — κάθε μέρα

    че́рез день — μέρα παρά μέρα

    на друго́й день — την άλλη μέρα, την επομένη

    с сего́дняшнего дня — από σήμερα

    с за́втрашнего дня — από αύριο

    в два часа́ дня — στις δύο το μεσημέρι

    в пе́рвой полови́не дня — το πρωί

    во второ́й полови́не дня — το απόγευμα

    Всеми́рный день молодёжи — η Διεθνής Ημέρα της Νεολαίας

    Междунаро́дный же́нский день — η Διεθνής Ημέρα της Γυναίκας

    День Побе́ды — η Ημέρα της Αντιφασιστικής Νίκης

    ••

    изо дня́ в день — από τη μια μέρα στην άλλη

    со дня на́ день — από μέρα σε μέρα

    на дня́х — αυτές τις μέρες, σε λίγες μέρες ( о будущем); τις προάλλες, προ ημερών ( о прошлом)

    до́брый день! — καλημέρα καλησπέρα! ( во второй половине дня)

    Русско-греческий словарь > день

  • 2 день

    день
    м ἡ (ή)μέρα:
    ясный \день ἡ καλή μέρα, ἡ ἀσυννέφιαστη μέρα, ἡ αίθρια ήμέρα· рабочий \день ἡ ἐργάσιμη ήμέρα· выходной \день ἡ μέρα ἀργίας· будничный \день ἡ καθημερινή· завтрашний \день ἡ αὐριανή μέρα, ἡ αὐριον, ἡ ἐπαύριον с завтрашнего дня ἀπό αὐριο· вчерашний \день ἡ χθεσινή μέρα, ἡ χθές· со вчерашнего дня ἀπό χθές· с сегодняшнего дня ἀπό σήμερα· по сегодняшний \день ὡς τά σήμερα· в первой половине дня τό πρωί, πρό μεσημβρίας· во второй половине дня τό ἀπόγευμα, τό ἀπομεσήμερο, μετά τό μεσημέρι· в конце Дня, на исходе дня τό κοντόβραδο, στό τέλος τής ήμέρας· в три часа дня στίς τρεις μετά τό μεσημέρι· несколько дней (тому) назад λίγες μέρες πρίν, πρό μερικών ήμερῶν· через несколько дней σέ λίγες μέρες· через пять дней (σέ) πέντε μέρες· третьего дня πρίν δυό μέρες προχθές· на днях а) (о предстоящем) αὐτές τίς μέρες, κατ' αὐτάς,. б) (о прошлом) τίς προάλλες· через \день μέρα παρά μέρα· каждый \день κάθε μέρα· изо дня в \день μέρα μέ τήν (ή)μέρα, ἀπό μέρα σέ μέρα· \день ото дня δσο περνᾶν οἱ μέρες· \день за днем ἡ μιά μέρα μετά τήν ἀλλη· со дня на \день ἀπό μέρα σέ μέρἀ. на следующий \день τήν ἐπομένη· в \день τήν ήμερα· зарабатывать три рубля в \день κερδίζω τρίας ρούβλια τήν ήμερα· весь (целый) \день ὁλόκληρη μέρα, ὀλη τήν ήμερα· \день рождения τά γενέθλια· Международный женский \день ἡ διεθνής (ϊί)μέρα των γυναικών ◊ считанные дни μετρημένες μέρες· порядок дня (но заседаниях) ἡ ἡμερησία διάταξη· в наши дни στήν ἐποχή μας, στον καιρό μας· средь бела дня μέρα μεσημέρι· добрый \день! καλημέρα!· в один прекрасный \день μίαν ὠραίαν πρωία, μίαν ὠραίαν ήμερα· \день и ночь μέ-ρα-νύχτα, νυχθημερόν \день и ночь горит свет τό φως καίει μέρα-νύχτα.

    Русско-новогреческий словарь > день

  • 3 один...

    один||...
    другой... ὁ ἔνας... ὁ ἀλλος· ни \один... ни другой ὁὔτε ὁ ἔνας οὔτε ὁ ἄλλος· \один... из тысячи ἀπό τους χίλιους ἔνας· я тебе скажу́ только одно́ ἕνα πράμα μόνον θά σοῦ (εί)κῶ· ◊ \один...единственный ἔνας καί μοναδικός· (идти) по одному (πηγαίνουμε) ἔνας-ενας· \один... за другим ὁ ἔνας μετά τόν ἀλλο, ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἀλλου· \один... на \один... а) (бороться и т. ἡ.) ἀντιμέτωπος, ἔνας μ' ἔνα, δ) (наедине) μόνοι, μεταξύ μας· все до одного́ μέχρι καί τοῦ τελευταίου, ὀλοι μέχρις ἐνός· все как \один... ὀλοι σύσσωμοι· Все за одного, \один... за всех ὁ καθένας γιά ὀλους καί ὀλοι γιά τόν καθένα· одним духом μονομιάς, μονορροῦφι· одним росчерком пера μέ μιά μονοκονδυλιά· одним словом μέ μιά λέξη· в \один... миг ἐν ριπή ὁφθαλμοῦ· в \один... голос μέ μιά φωνή· в \один... прекра́сный день μιά ὠραία ἡμέρα· \один... раз (однажды) μιά φορά· с одной стороны.., с другой стороны... ἀπ' τή μιά..., ἀπ' τήν ἀλλη..., ἀφ' ἐνός μέν..., ἀφ' ἐτερου δέ...· одно из двух ἕνα ἀπό τά δυό· \один... в поле не воин погов. =ί ἔνας κἄν κανένας, μέ ἔναν στρατιώτη μάχη δέν κερδίζεται.

    Русско-новогреческий словарь > один...

  • 4 день

    дня α.
    1. μέρα, ημέρα•

    солнечный день ηλιόλουστη μέρα•

    буднишний день εργάοιμη μέρα, η καθημερινή•

    рабочий день εργάσιμη μέρα•

    праздничный день γιορτινή μέρα•

    наступит день θά έρθει η μέρα•

    следующий день η επόμενη μέρα, η επαύ-ριο•

    санитарный день μέρα καθαριότητας των εδωδιμοπωλείων.

    2. εικοσιτετράωρο, μερόνυχτο•

    он пять дней болел αυτός ήκχν άρρωστος πέντε μέρες.

    3. ημερομηνία. || γιορτή•

    день печати μέρα του τύπου•

    день радио μέρα του ραδίου•

    день артиллерии μέρα του πυροβολικού•

    день победы μέρα της νίκης•

    день военно-морского флота μέρα του πολεμικού ναυτικού•

    день рождения τα γενέθλια•

    международный женский день διεθνής μέρα της γυναίκας.

    4. καιρός, χρόνος, εποχή, χρονική περίοδος•

    в дни молодости στα νεανικά χρόνια•

    в наши дни στον καιρό μας, στις μέρες μας.

    || ζωή•

    конец дней το τέλος των ημερών•

    закат дней τό βασίλεμα της ζωής.

    εκφρ.
    считанные дни – μετρημένες είναι οι μέρες, πλησιάζει το τέλος•
    чрный день – δύστυχος καιρός, μαύρες (δυστυχισμένες) μέρες•
    повс-тка ή порядок дня – ημερήσια διάταξη•
    третьего дня – προχτές•
    дни (чьи) сочтены – οι μέρες του είναι μετρημένες, έφτασε το τέλος•
    день в – ακριβώς στην καθορισμένη μέρα•
    день за день – μονότονα, στερεότυπα•
    изо дня в день – καθημερινά•
    ото дня – από μέρα σε μέρα (βαθμιαία)•
    со дня на день – α) από μέρα σε μέρα. β) μια από τις προσεχείς μέρες•
    на днюπαλ. στη διάρκεια της μέρας, τη μέρα•
    на днях – αυτές τις μέρες•
    не по дням, а по часам растт – με τις ώρες μεγαλώνει•
    скоромный день – αρτήσιμη μέρα (μη απαγόρευση κρεάτων και γαλακτερών)•
    постный день – νηστήσιμη μέρα•
    несколько дней тому назад – πριν μερικές μέρες•
    в назначенный – ί-την καθορισμένη μέρα•
    каждый день – κάθε μέρα, καθημερινά•
    с каждым днм – μέρα με τη μέρα, κάθε μέρα και (βαθμιαία)•
    в один прекрасный день – ένα ωραίο πρωί, μιά καλή μέρα•
    за два дня до – δυό μέρες πριν, την προπαραμονή•
    на другой день – την άλλη μέρα, την επαύριο•
    день спустя – μια μέρα μετά, υστερ' από μια μέρα•
    завтрашний день – η αυριανή μέρα, η αύριο•
    в течение сегоднящего дня – στη διάρκεια της σημερινής μέρας, όλη τη μέρα σήμερα•
    до сего дня ή до сегоднящего дня – μέχρι σήμερα•
    день на день не приходится – η μιά μέρα με την άλλη δε μοιάζει.

    Большой русско-греческий словарь > день

  • 5 днем

    днем
    нареч τή μέρα, τήν ήμερα, ἐντός τ1? Ιμέρας / τό ἀπόγευμα, τό ἀπομεσήμερι, μετά τό μεσημέρι (пополудни):
    сегодня· σήμερα τό ἀπόγευμα· вчера \днем Щ ιό ἀπόγευμα· завтра \днем αὐριο τό "%βμα· \днем и ночью μέρα καί νύχτα· \днем раньше (позже) μιά μέρα πρίν (ἀργό-

    Русско-новогреческий словарь > днем

  • 6 пробегать

    пробе́гать I
    сов τρέχω:
    \пробегать весь день по городу τρέχω ὅλη τήν ἡμέρα στήν πόλη.
    пробега́ть II
    несов, пробежать сов прям., перен διατρέχω, περνώ:
    \пробегать глазами ρίχνω μιά ματιά· у меня по спине́ дрожь пробежала μ· Επιασε ρίγος, ἀνατρίχιασα.

    Русско-новогреческий словарь > пробегать

См. также в других словарях:

  • ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • ήμερα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • δήλη ημέρα — (Νομ.). Προκαθορισμένη ημέρα για την καταβολή χρέους ή άλλης χρηματικής υποχρέωσης. Η δ.η. έχει μεγάλη σημασία για τις συναλλαγές, γιατί αν έχει συμφωνηθεί η εκπλήρωση της παροχής ορισμένης ημέρας, δεν είναι απαραίτητη η ειδοποίηση προς τον… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ημέρα — Ελληνική εφημερίδα (1874 1926). Αρχικά λεγόταν Ημέρα και ήταν εβδομαδιαία με έδρα την Τεργέστη (Ιταλία). Ιδρυτής της ήταν ο I. Ισιδωρίδης Σκυλίτσης. Από το 1874 μετονομάστηκε σε Ν.Η. και έγινε ιδιοκτησία του τού Αλ. Βυζάντιου, που την έκανε μια… …   Dictionary of Greek

  • γεωσύγχρονη τροχιά — Μία γήινη τροχιά που ακολουθεί ένας δορυφόρος (κίνηση από Δ προς Α) με περίοδο 23 ώρες, 56 λεπτά και 4,1 δευτερόλεπτα, ίση δηλαδή με την περίοδο περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Αν η τροχιά είναι κεκλιμένη σε σχέση με το ισημερινό… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Πηνελόπη — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του βασιλιά της Σπάρτης ή των Αμυκλών Ικαρίου και σύζυγος του Οδυσσέα. Ένα χρόνο μετά τον γάμο τους, ο Οδυσσέας έφυγε για τον Τρωικό πόλεμο, αφήνοντας την με το γιο τους Τηλέμαχο, βρέφος ακόμα. Είκοσι… …   Dictionary of Greek

  • Αγχιάλη — Αρχαία πόλη της Κιλικίας κοντά στον ποταμό Αγχιαλέα, η οποία λέγεται πως είχε χτιστεί από τον βασιλιά των Ασσυρίων Σαρδανάπαλο, που είχε μάλιστα, κατά την παράδοση, ταφεί εκεί. Μερικοί ισχυρίστηκαν πως η Α. δεν είναι άλλη από την Ταρσό και άλλοι… …   Dictionary of Greek

  • φαλαγγώνω — φαλαγγῶ, όω, ΝΜΑ [φάλαγξ, αγγος] νεοελλ. (στην Κρήτη) βάζω τα πρόβατα στην γραμμή για να τά μετρήσω μσν. συγκροτώ φάλαγγες αρχ. 1. κινώ κάτι με την βοήθεια φαλαγγίων 2. εφοδιάζω με φαλάγγια («τοῡτον [τὸν τόπον] οἱ στρατιώται ξύλοις φαλαγγώσαντες… …   Dictionary of Greek

  • Θερειανός, Διονύσιος — (Κέρκυρα 1834 – Τεργέστη 1897). Φιλόλογος και δημοσιογράφος. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Ιόνιο Ακαδημία εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη (1850), όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως εφημέριος της εκεί ελληνικής παροικίας. Τις σπουδές του… …   Dictionary of Greek

  • ναύλος — Μια από τις κύριες περιοχές της σύμβασης ναύλωσης, ναυτικής ή εναέριας, είναι το τίμημα που οφείλει να πληρώσει το πρόσωπο (ναυλωτής) προς το συμφέρον και για λογαριασμό του οποίου ο πλοιοκτήτης (εκναυλωτής) διαθέτει είτε κατά τη διάρκεια μιας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»